Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τοῖς καιροῖς

См. также в других словарях:

  • времѧ — ВРЕМ|Ѧ (> 1000), ЕНЕ с. 1.Одна из форм существования материи: Не възможьно оубо рече. вне же врѣмѩ суть в мирѣ быти КР 1284, 358в; второѥ [в троице] ѥдиносоущьствьно оц҃ю и числоу и времени вышьша соуща нарицаѥть (χρόνων) ГА XIII XIV, 222а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εφυστερώ — ἐφυστερῶ, έω (Α) 1. υστερώ, καθυστερώ («ὅσα ἐφυστερήκει τοῑς καιροῑς», Ιώσ.) 2. γίνομαι ύστερα 3. (με γεν.) μένω πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑστερῶ (< ὕστερος)] …   Dictionary of Greek

  • περικαταλαμβάνω — Α 1. περιβάλλω, περικλείω από παντού 2. καταφθάνω, προφταίνω («πολλοὶ δὲ περικαταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν», Πολ.) 3. παθ. περικαταλαμβάνομαι αναγκάζομαι («περικαταλαμβανόμενος τοῑς καιροῑς» αναγκαζόμενος από τις περιστάσεις, Πολ.) 4 …   Dictionary of Greek

  • προσεδρεύω — Α 1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.) 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.) 3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω 4. μένω… …   Dictionary of Greek

  • συγκαπηλεύομαι — Α καπηλεύομαι μαζί με κάποιον άλλο («οὐδὲν ἠνέσχετο τοῑς καιροῑς συγκαπηλεύσασθαι», Φιλοστόργ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καπηλεύω «εμπορεύομαι, διαφθείρω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεξανίστημι — Α [ἐξανίστημι] 1. διεγείρω ή εξεγείρω, ξεσηκώνω μαζί («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», Πλούτ.) 2. (μέσ. ή παθ.) συνεξανίσταμαι α) προσέρχομαι με κάποιον β) κάνω κάτι ή προετοιμάζομαι για κάτι ταυτοχρόνως με… …   Dictionary of Greek

  • συνεφεδρεύω — A 1. παραμονεύω ως εφεδρεία, αποτελώ εφεδρεία μαζί με άλλον 2. (γενικά) α) παρατηρώ κάποιον ή κάτι από κοντά β) καραδοκώ, καιροφυλακτώ («συνεφεδρεύσειν τοῑς καιροῑς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐφεδρεύω «παραμονεύω, παραφυλάγω»] …   Dictionary of Greek

  • Тропарь — (от поздн. греч. τροπάριον), в православной церкви краткое молитвенное песнопение, в котором раскрывается сущность праздника или прославляется священное лицо; в каноне  строфа, следующая за ирмосом с распевом стихов по его (ирмоса) мелодико… …   Википедия

  • ιππάρχης — ἱππάρχης, δωρ. τ. ἱππάρχας, ὁ (Α) ίππαρχος* («κατασταθεὶς ὑπὸ τῶν Αχαιῶν ἱππάρχης ἐν τοῑς προειρημένοις καιροῑς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι άρχης, στρατ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • συνεπεμβαίνω — Α 1. επωφελούμαι μαζί ή συγχρόνως («μὴ θελῆσαι συνεπεμβαίνειν τοῑς κατ ἀλλήλων καιροῑς», Πολ.) 2. καταπατώ, ποδοπατώ κάποιον από κοινού με άλλον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»